* Να αισθανθούν τι θέλει η Λίμνη να μας προβάλλει μέσα από την ποίηση ανθρώπων
που ένιωσαν την ομορφιά αλλά και την αγωνία της
* Στην πεζογραφία, αντιπροσωπευτικές οπτικές της
|
|
Λίμνη Παμβώτις
Ώ λίμνη, στα γλαυκά σου τα νερά Πόσα όνειρα παιδιάτικα λουσμένα - Άχ πώς ροδογελούν τα Περασμένα Στης μνήμης τα γιγάντια τα φτερά. Απ’ το γαλάζιο κόσμο σου, η Χαρά Η παιδική χαρά μου ξεπροβάλλει Σεμνή, με τα σεμνά τρελλά της κάλλη Με δύο ματάκια αθώα κι’ αστραφτερά. Αχ πλάι σου, τα παλιά ζωντανεμένα Ροδόπλαστα, φωτοπερεχυμένα Στον πόνο μου βοτάνι μαγικό Μα όταν γροικώ τα περασμένα Πώς νοιώθω να δακρύζη ώ Λίμνη, ωιμένα, Της φαντασίας το βλέμμα εκστατικό! Γιωσέφ Ελιγιά |
Η φωτογραφία από το ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου)
|
Το Κέντημα του Μαντηλιού Στα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη με καλαμιές χρυσές, ένας ψαράς στην άκρη πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει, κάμπον πλατύν-πλατύν με σμαραγδένιο νήμα ολόγυρα κεντάει, στη μέση από τον κάμπο, ποτάμι σιγαλό και φιδωτό ξομπλιάζει, με δάφνες, με μυρτιές και με δασιά πλατάνια, με αηδόνια, με φωλιές, και στο πανώριο ξόμπλι τον φλοίσβο του νερού θαρρείς κι ακούς, της δάφνης τον μύρο, της μυρτιάς, θαρρείς ότι ανασαίνεις, πως τον κελαηδισμό των αηδονιών ξανοίγεις, πως νιώθεις το απαλό της φυλλουριάς μουρμούρι... Στην ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει, που σκύφτει τα νερά να πιει, τα κρυσταλλένια, και, ξάφνου, σαϊτιά στην πλάτη το λαβώνει, στρέφεται αυτό, κοιτάει με πόνο την πληγή του, πάσχει ν' απαλλαχτεί, δε δίνεται το μαύρο, κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα βοήθεια λες ζητάει... Κώστας Κρυστάλλης |
Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης "Γαλαζοπράσινη και βαθιά, δίπλα στη μικρὴ πόλη, απλώνεται η λίμνη. Μέσα στα νερά της καθρεφτίζει τα ψηλά του τα τείχια το παλιὸ μεσαιωνικὸ και -θέλουν να λεν- ακόμα παλιότερα κάστρο της". "Πίσω απ᾿ την ανατολικὴ πλευρὰ του κάστρου, στην άκρη, άκρη της λίμνης, πάνω στην όχτη της, βρισκόταν ο μαχαλάς των ταμπάκικων". "Οι ταμπάκοι παινεύονταν πως ήταν από τους παλιότερους κατοίκους αυτής της πόλης και πως ήταν όλοι τους αρχόντοι «καστρινοὶ» που τους πέταξαν οἱ Τούρκοι απ᾿ το κάστρο ύστερα απ᾿ την επανάσταση του Σκυλόσοφου, στα 1612". "Κόντευε η άνοιξη και πάνω από τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά". «Όταν οι Γερμανοί την τουφέκισαν, στις αρχές του καλοκαιριού του 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση, η Μαργαρίτα δεν είχε πατήσει ακόμη τα είκοσι χρόνια της. Το λιγνό κορμί της βάσταξε μ’ απίστευτη αντοχή όλες τις κακουχίες της φυλακής, το στόμα της έμεινε κλεισμένο σ’ όλα τα μαρτύρια που μαθεύτηκε πως της κάνανε. Και στάθηκε μπροστά στο απόσπασμα χαμογελώντας το πικρό χαμόγελο των Περδικάρηδων. Αυτό το τελευταίο για το χαμόγελο το ’πε ο παπάς, που, με την απαραίτητη παρουσία του στις θανατικές εκτελέσεις, επικυρώνει, στ’ όνομα του Καίσαρος, την απόδοση της ψυχής στο Θεό. Ο ίδιος είπε πως, όταν σήκωσαν τα ντουφέκια, η μικρή Μαργαρίτα κούνησε το χέρι της κ’ είπε ένα ακατανόητο καληνύχτα, μάλιστα δεν είπε καληνύχτα, είπε ακριβώς -“καληνύχτα ντε…”. (Μαργαρίτα Περδικάρη) Δημήτρης Χατζής |
* Το τέλος της μικρής μας πόλης * Ο Σιούλας ο ταμπάκος * Σαμπεθάι Καμπιλής * http://gialina-giannena.blogspot.com/2007/02/blog-post_7512.html * http://gialina-giannena.blogspot.com/2007/02/2_13.html * http://gialina-giannena.blogspot.com/2007/02/3_13.html * http://gialina-giannena.blogspot.com/2007/02/blog-post_1004.html * Η θεια μας η Αγγελική Πληροφορίες από το ΕΚΕΒΙ
|
Υδάτινες Φλέβες Είναι νερό από σάρκα Η Λίμνη Κ' οι διαμαντένιες σταγόνες της Δάκρυα. Κι αν στέκεστε στο φρύδι της κοιτώντας τη στα μάτια Για να καθρεφτιστείτε είναι που δε νιώθετε τη θρέφουν οι βαθιές Ημίφωτες πληγές μας. Ιωάννινα Η λίμνη πνίγεται Κάθε λεπτό Μες στα νερά της… Άννα Δερέκα Η Χλεύη του Χρόνου Έρχεσαι κι η μέρα αρμέγει τη χαρά από το φως σου πίνει φως και σε κοιτώ και κλαίω. Τάσος Κανάτσης |
Μέσ’ στα διπλοσέντονα της γύρης Αρραβωνιαστικιά της άνοιξης Μεσ’ στα πορτοκαλάνθια. Και νύφη του καλοκαιριού Με γύρη στολισμένες οι κοτσίδες της. Μοσκοβολούσε χαμομήλι, Αλυγαριά, Ρίγανη, Μολοχάνθι Φρέσκο κερί Και κίτρο. * Η Άννα Δερέκα στο giannena e-gr * Γιάννενα και Σύγχρονη Δημιουργία Την πιο μελαγχολική Ώρα της ημέρας Κατά το ηλιοβασίλεμα Γέμισε η Λίμνη Χρώματα Ασημένια, βαθιά μπλέ, Κατακόκκινα, παλλόμενα πράσινα Και Χρυσαφιά. Ξέβαψαν Τα φουστάνια Των πνιγμένων γυναικών! |
Ο τελευταίος Ταμπάκος "Μα πιο καλά τα ΄λεγε για τους ταμπάκηδες. Πως αργάζονταν τα τομάρια στη λίμνη, πίσω απ’ τα ξυλάδικα, χωμένοι ως το γόνατο στα βρωμονέρια, μες στην μπόχα. Με το βρακί ξεκούμπωτο, να παίρνουν αγέρα τ’ αχαμνά τους. Κι όλο αφυσκιές έλεγαν. Είχαν δικά τους χούγια αυτοί, δικά τους ζακόνια. Αλλά στο σπίτι νοικοκύρηδες. Και στην αγορά με υπόληψη. Εκείνος ο Σιούλας αρχαντάνθρωπος. Πάνε όλοι τους, τους έφαγαν τα εμπόρια, όλο ψεύτικο πράμα. Ψεύτισε ο κόσμος". Χριστόφορος Μηλιώνης |
"Εσωτερική Μετανάστευση": άρθρο της Ελισάβετ Κοτζιά για το συγγραφέα, στην εφημερίδα Καθημερινή Μέσα από το πρίσμα της μεταγενέστερης πεζής, ισοπεδωμένης και εντελώς ανούσιας, άχρωμης, κενής αστικής ζωής, εκείνο το δύσκολο, βασανισμένο παρελθόν αποδεικνύεται ουσιαστικότερο και πολύ πιο αληθινό. Για αυτό και στον Χριστόφορο Μηλιώνη συναντάμε ένα μεγάλο καημό για την οριστικά χαμένη αυθεντικότητα και το ανυπολόγιστο κόστος, το οποίο προήλθε από τον απάνθρωπο αλλά ταυτόχρονα αναπόφευκτο εξαστισμό. Χωρίς ωστόσο να υφίσταται καμιά διάθεση καταγγελίας - διότι δίπλα στη βαθύτατη αυτή νοσταλγία υπάρχουν ταυτόχρονα το χιούμορ και η παραδοχή της πραγματικότητας, μια θυμοσοφική απόφαση ότι τίποτα δεν μπορεί πια να αλλάξει, μια ήρεμη αποδοχή της απώλειας. |
Το Εργαστήριο του Ύπνου "… Ενώ κοιτούσα αφηρημένος προς το μέρος της ακτής κι αναρωτιόμουν πώς και στο δρόμο έχει τέτοια ερημιά αυτή την ώρα, αιφνίδια, συνειδητοποίησα ότι το φως του πρωινού άρχισε να υποχωρεί δραματικά, λες και περνούσε λίγο πάνω απ΄ τα δένδρα ένα κατάμαυρο σύννεφο. Μετ΄ από λίγο, μάλιστα, τη σκοτεινιά αυτή την έσκισαν δυο αστραπές, η μια πίσω απ΄ τη άλλη, κι αμέσως είδα τότε – στο εκτυφλωτικό τους φως - απ΄ τη μεριά του κάστρου να πετάγονται στο δρόμο τρεις γυναίκες, κρατημένες μεταξύ τους απ΄ τα χέρια, λες κι ήταν οι ιέρειες κάποιας τελετουργίας μυστικής που έφερε στο νου μου ένα συμβάν του παρελθόντος, σκοτεινό και αποτρόπαιο. Αυτές οι γυναίκες, λοιπόν, πέρασαν τρέχοντας απέναντι στο μέρος της ακτής κι αμέσως ύστερα, το φλας μιας πιο μεγάλης αστραπής φώτισε στιγμιαία το μέρος κι είδα αυτά τα κορίτσια – γιατί κορίτσια ήταν, ίσα με δεκαεφτά χρονώ – να βουτάνε, κρατημένα απ΄ τα χέρια, στα θεοσκότεινα νερά και να χάνονται για πάντα. Μέσα σ΄ αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα και λίγο πριν να πέσουν στα νερά, το πρώτο το κορίτσι, αυτό που έσερνε σε κείνο το μακάβριο χορό και τ΄ άλλα δύο, με κοίταξε για μια στιγμή με ένταση μεγάλη και χαμογελώντας λυπημένα μου έστειλε, αστραπιαία, την απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα που έτρωγε για χρόνια τον Δημητράκη Μαντζαρόπουλο, όσο ζούσε:« Όχι!...» μου είπε το κορίτσι, «ποτέ κανείς δεν με είδε πάνω σε κείνο το ποδήλατο! Είν΄ ένα ψέμα!... Πέστε το στον αδερφό μου, σας παρακαλώ…Συγνώμη, πέστε του, γι΄ αυτό που κάνω τώρα!...Συγγνώμη απ΄ τη Μαρίνα!... Αν είναι δυνατόν, συγγνώμη!..." Νίκος Χουλιαράς Τις νύχτες που ξαγρύπναγες Κοιτώντας ένα αστέρι Τι τάχα να σου είπανε Κι έγινες περιστέρι; Μην σου ’πανε για το νερό Μην σου ’παν για τον ήλιο; Τις ώρες που ξαπόσταινες Από το χαμογέλιο Τα μάτια σου ανοιγόκλεινες Στα ρόδα της αγάπης. Αχ, δε στο 'πα χαλασιά μου στο μύλο να μην πας - χαλασιά μου- να μη σε κόψει η ρόδα και γίνω εγώ φονιάς -χαλασιά μου-
και γίνω εγώ φονιάς. Χαλασιά μου χαλασιά μου ζωντανή είσαι χωρισιά μου. Αχ, δε σ' έχω να δουλεύεις, να βασανίζεσαι - χαλασιά μου, σ' έχω να τρως να πίνεις και να στολίζεσαι - χαλασιά μου- και να στολίζεσαι. Χαλασιά κι αλί από μένα, που έβαλα σεβντά για σένα. |
* Ο Νίκος Χουλιαράς στο giannena-e.gr * Εικαστικόν * Στίχοι * Τα ποιήματα στο δρόμο Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο. (από τα Τα ποιήματα στο Δρόμο) Πού τάχα να πηγαίνει αυτός ο δρόμος ο δρόμος ο μεγάλος που ποθώ, μάλλον θα φέρνει ολόγυρα τον κόσμο και θα γυρνά ξανά πάλι εδώ. Σε λάθος εποχή κλαίει μια ψυχή μοναχή. Ψυχή μου σιωπηλή κάνε μιαν αρχή, δες στον θόλο ψηλά το φεγγάρι που φέγγει και στη σιγαλιά κλάψε όπως παλιά την κακούργα ομορφιά της ζωής μας που φεύγει. Τα σπίτια πύκνωσαν αγαπημένη Τα σπίτια πύκνωσαν Στο τσιμεντένιο δάσος Κι έγινε η φωνή μου Στους γκρίζους τοίχους χαρακιά Αγαπημένη. Τώρα ένα χέρι στο λιμάνι βάφει τη θάλασσα σταχτιά δεν είναι πια βαθύς ο ύπνος δεν έχει ελπίδες η νυχτιά. Περιμένεις τα θαύματα στου καιρού τα χαλάσματα κι όλο στέλνεις μηνύματα της ψυχής σου σκιρτήματα μα δε βρίσκεται πια πουθενά κάποιος μάγος ν`ανάψει φωτιά. |
Τα Γιάννενα μ΄ αρέσουν την άνοιξη πολύ γιατ΄ έχουν περιπάτους γιατ΄ έχουν εξοχή. Έχουν το καλοκαίρι στη λίμνη στο νησί ζωή χαριτωμένη τραγούδια και κρασί. Κώστας Κρυστάλλης Πανοραμική θέα ανοίγεται με όλα γύρω τα βουνά με την αρρενωπή ομορφιά τους δένει η γαλάζια ακύμαντη λίμνη με τα νερά της, ομορφαίνει το χώρο, ημερεύει τις ψυχές. Στέλνει σιωπηλά μηνύματα με τα πλεούμενα στο γραφικό νησάκι και από κει σε όλα γύρω τα χωριά τα περίχωρα που απολαμβάνουν την ύπαρξή της τη μαγική. Παναγούλα Μπακόλα |
Ο Γιαννιώτικος ήλιος, ασημουργός παλιός, περίτεχνα σκάλιζε λογής λογής κοσμήματα στης Παμβώτιδας λίμνης το δίσκο Τραγουδώ για να διώχνω την ομίχλη από τ' άγρυπνα βλέφαρα. Για να μη χάνει η Αργώ μου το δρόμο στο πέλαγο. Τραγουδώ για να λιώνουν οι πάγοι της γης και νάρχονται τα χελιδόνια να χτίζουν μια φωλιά στη στέγη μου. Τραγουδώ για ν' ανάβει ο φτωχός μου ο λόγος και να τον αποθέτω ευλαβικά – αναμμένο κερί – στον ιερό Ναό του Ανθρώπου. Χρυσάνθη Ζιτσαία |
Από την "Ηπειρωτική Εταιρεία"
Δελτίον Πνευματικής Ενημερώσεως, Τεύχος 294, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2005 ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ Θρυλική μου Παμβώτιδα, δοξασμένη μου λίμνη, της κοιλάδας της όμορφης στόλισμά της, κεμέρι, σ' άλλα μέρη αν ο δρόμος μου, μακρυά, θα με φέρη, στην ψυχή μου είν' η όψη σου τυπωμένη σφραγίδα. Κι ό,τι αγάπησα κ' έζησα κι ό,τι πόνεσα κ' είδα έχουν κάτι απ' τη χάρη σου, πόθοι, όνειρα, ύμνοι. ……………………………………………… Να το κάστρο, των τίγριδων η φωλιά, που γνωρίζουν στα νερά σου τις όμορφες ανελέητα να πνίγουν, και στη βία, στον όλεθρο τις καρδιές τους ν' ανοίγουν. Όμως να, στο νησάκι σου το λιβάνι μυρίζει. Στο σχολειό του ο καλόγερος ταπεινά ψιθυρίζει λυτρωμού λόγια αθάνατα, που τ' ακούν και δακρύζουν… Τάκης Σιωμόπουλος |
Η ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Τα πουλιά φωνασκούν πάνω από τα πλατάνια Οι άνθρωποι από κάτω Και τα ψάρια σωπαίνουν στο νερό Πάνω από τα σταχτιά κόκκαλα της κυρά-Φροσύνης. Ένα ηλιοβασίλεμα χύνει πορτοκαλόχρυσο Στον ουρανό Κι η πόλη όλη ανασαίνει Στο ρυθμό μίας ράθυμης σπουδής Σαν το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του Γύρω από μία κολώνα της Δ.Ε.Η. Οι παρίες είναι πάντα παρίες Κι οι νοικοκυραίοι-νοικοκυραίοι. Οι αλήτες φθονούν τις φουσκωμένες κοιλιές Των γυναικών Κι οι άτεκνοι γέροι τα μωρά στο καρότσι. Και μόνο οι νέοι τιτιβίζουν Σα να είναι η ζωή ένα απέραντο σεντόνι Απλωμένο στην ταραγμένη επιφάνεια της λίμνης Κι αυτοί αρχίζουν μόλις να ψαρεύουν Τη μία του άκρη. Κάνουν όνειρα για το μέλλον, Για πολιτείες μακρινές, Για εξωτικούς έρωτες Και τέλειους συντρόφους Για να καταλήξουν μετά από επίπονα χρόνια σπουδών Χαμηλόμισθοι στο δημόσιο Ή πικρόχολοι προϊστάμενοι Που όλα τους φταίνε Για τη χαμένη τους νιότη Για τα φρούδα τους όνειρα Και το σεντόνι όλο φυραίνει Μέχρι να τους μείνει στο χέρι Η τελευταία άκρη, λασπωμένη. Τότε κοιτούν στον ουρανό Το ηλιοβασίλεμα Κι εγκαταλείπονται στην άνοια Να μην ουρλιάξουν. Γιάννενα, 16.7.2007 Κωνσταντίνος Μπούρας Το δάκρυ μου πέφτει στη λίμνη και γίνεται νούφαρο που ρωτάει και φωνάζει για σένα. "Δάκρυ" Άννα Μπουρατζά |
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κ' η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
ακίνητ' όπου κι αν ιδείς και κάτασπρ' ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
πούχ' ευωδίσει τς' ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες.
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο, π'ασπρίζει μες τη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
"Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"
Διονύσιος Σολωμός
χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κ' η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
ακίνητ' όπου κι αν ιδείς και κάτασπρ' ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
πούχ' ευωδίσει τς' ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες.
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο, π'ασπρίζει μες τη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
"Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"
Διονύσιος Σολωμός
Μ' ερωτάς αν θυμάμαι τ' αξέχαστο πλάνημά μας στην όμορφη χώρα
χίλιοι θρύλοι παντού μας κυκλώνανε
κι όποιος είχε ελαφρό ίσκιο εθώρα
απ' τη λίμνη η Φροσύνη να υψώνεται
λυγερή, λαμπερή, λευκοφόρα.
Γεώργιος Αθάνας